- τάπις
- -ιδος, ἡ, Αβλ. τάπητας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τάπις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταπίδων — τάπις fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάπιδα — τάπις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάπιδας — τάπις fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάπιδες — τάπις fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάπιδος — τάπις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιτάπης — ἀμφιτάπης ( ητος), ο και ἀμφίταπις ( ιδος), η και ἀμφίταπος ( ου), ο (Α) κουβέρτα ή χαλί με πέλος και στις δύο πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τάπης. Ως β συνθετικό η λ. τάπης εμφανίζεται και ως ταπις, ιδος (πρβλ. και ψιλόταπις) και ως ταπος, ου] … Dictionary of Greek
δάπις — ( ιδος), η (Α) τάπητας, χαλί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρετυμολογικό μεταπλασμό τής λ. τάπις ( ιδος) (ή τάπης, ητος) που προήλθε με ηχηροποίηση (αρχαίο δ= / d /) τού αρχικού φθόγγου. Δεν αποκλείεται εξάλλου να έχει ασκηθεί επίδραση και από τη … Dictionary of Greek
τάπητας — Στρώμα κυττάρων στα σποριάγγεια των περισσότερων ανώτερων φυτών. Είναι πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες. Προκύπτει από το αρχεσπόριο ή είναι εσωτερικό στρώμα του τοιχώματος του σποριάγγειου ή του μικροσποριάγγειου. Οι ουσίες των κυττάρων του τ.… … Dictionary of Greek
ταπίδιον — τὸ, Α [τάπις, ιδος] ταπήτιο … Dictionary of Greek